- ωκυδίνητος
- και δωρ. τ. ὠκυδίνατος, -ον, Ααυτός που περιστρέφεται με ταχύτητα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «ταχύς» + δινητός (< δινῶ «περιστρέφομαι»), πρβλ. πολυ-δίνητος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὠκυδινάτοις — ὠκυδινά̱τοις , ὠκυδίνητος quick whirling masc/fem/neut dat pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)